- Μιμνέρμειον
- Μιμνέρμειον, τό,A gymnasium named after Mimnermus, BMus.Inscr. 1030 ([place name] Smyrna).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μιμνέρμειος — Μιμνέρμειος, εία, ον (Α) [Μίμνερμος] 1. αυτός που αναφέρεται στον Μίμνερμο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Μιμνέρμειον γυμναστήριο που πήρε την ονομασία του από τον Μίμνερμο … Dictionary of Greek